top of page

Αφαλάτωση



Κρανίδι, 17 Αυγούστου 2013

 

 

 

Εισήγηση

 

του Εξωραϊστικόυ – Οικιστικού Συλλόγου Παναγίτσας Βεβερόντα Κρανιδίου

για τη βελτίωση της ποιότητας του νερού

στο δίκτυο υδροδότησης του Δήμου Ερμιονίδας

 

 

 

Περιεχόμενα

 

  • Το Πρόβλημα: Νερό κακής ποιότητας και μικρά διαθέσιμα νερού καλής ποιότητας

  • Γενική αποτίμηση της πολιτικής του νερού στην περιοχή

  • Το νερό είναι αγαθό - Νερό σε έλλειψη & κακής ποιότητας δεν είναι αγαθό

  • Αφαλάτωση

  • Εφαρμογή μεθόδου αφαλάτωσης στο Δήμο Ερμιονίδας

 

 

Περίληψη

 

Το δίκτυο υδροδότησης του Δήμου Ερμιονίδας παρέχει, εδώ και αρκετά χρόνια, πολύ κακής ποιότητας νερό, κυρίως τους θερινούς μήνες, υψηλής αλατότητας, με αποτέλεσμα μεγάλες οικονομικές αρνητικές συνέπειες κυρίως σε ότι αφορά στη φθορά των ηλεκτρικών συσκευών και την καθημερινή προμήθεια εμφιαλωμένου νερού και πιθανώς κινδύνους για τη γενική υγεία των πολιτών, των παραθεριστών και των τουριστών που εκτίθενται σε μακροχρόνια επαφή με το νερό αυτό. Το γεγονός ότι η περιοχή είναι άνυδρη και έχει μικρά αποθέματα νερού ενώ η ζήτηση του νερού είναι πολύ μεγάλη δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με συμβατικές μεθόδους, όπως είναι οι γεωτρήσεις ή η μεταφορά με πλωτά μέσα νερού από άλλες περιοχές. Η μεταφορά νερού από άλλες περιοχές με δίκτυο σωληνώσεων, π.χ. τα νερά του Ανάβαλου, ίσως κωλυσιεργήσει από προσφυγές (ένδικες ή μη) κατοίκων και αγροτών άλλων ενδιάμεσων περιοχών (όπως συμβαίνει με την περίπτωση της εκτροπής του Αχελώου προς τη Θεσσαλία). Με δεδομένο ότι, οι τοπικές Αρχές έχουν δείξει διαχρονικά ότι επιθυμούν να τροφοδοτηθεί όλος ο Δήμος με καλής ποιότητας νερό στη μέγιστη δυνατή ποσότητα, η παρούσα Εισήγηση προτείνει να γίνει λεπτομερής μελέτη, με ποιοτικά αλλά κυρίως ποσοτικά στοιχεία, ώστε να καταδειχτεί εάν η μέθοδος της αφαλάτωσης με τη μέθοδο της αντίστροφης ώσμωσης μπορεί να αποτελέσει πάγια και οριστική λύση του προβλήματος παροχής καλής ποιότητας νερού σε όλους τους πολίτες και τους τουρίστες της περιοχής και εάν η απάντηση είναι θετική, να εντάξει άμεσα ο Δήμος σε υψηλή προτεραιότητα την εγκατάσταση μίας μονάδας αφαλάτωσης στο σχεδιασμό του.

 

 

Το πρόβλημα: Νερό κακής ποιότητας και μικρά διαθέσιμα νερού καλής ποιότητας

 

Α. Κακή ποιότητα παρεχόμενου νερού

Το δίκτυο παροχής νερού στο Δήμο Ερμιονίδας, εκτός από τους Φούρνους, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες παρέχει στους κατοίκους νερό, όχι απλώς γλυφό, αλλά πολύ υψηλής αλατότητας η οποία γίνεται αμέσως αντιληπτή

(α) στη γεύση, και

(β) στον κακό αφρισμό του σαπουνιού.

Έτσι, τα προβλήματα που συνδέονται άμεσα με τη χαμηλή ποιότητα του παρεχόμενου, μέσω του δικτύου ύδρευσης, νερό είναι ότι το νερό αυτό

  • δεν είναι πόσιμο,

  • καταστρέφει σταδιακά αλλά με ταχείς ρυθμούς (δηλαδή διαβρώνει) το υπάρχον δίκτυο, τις δεξαμενές και το μηχανολογικό και υδραυλικό εξοπλισμό (αντλίες, βαλβίδες, υδραυλικά εξαρτήματα κλπ.),

  • ελαττώνει σημαντικά το χρόνο ζωής των ηλεκτρικών συσκευών (οικιακών, των ξενοδοχείων και των εστιατορίων), π.χ. θερμοσίφωνες, πλυντήρια ρούχων και πιάτων, και των δικτύων τους, με αποτέλεσμα τη σοβαρή οικονομική επιβάρυνση όλων νοικοκυριών και όλων των τουριστικών επιχειρήσεων,

  • δημιουργεί πολύ μεγάλο πρόβλημα στην καθαριότητα των νοικοκυριών (π.χ. πλύσιμο ρούχων, λάτρα, υγιεινή) των μονίμων κατοίκων της περιοχής και των κατοίκων στους οικισμούς και στις εξοχικές κατοικίες της περιοχής (σημειώνεται ότι, υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός μόνιμων κατοίκων και στις παραθεριστικές κατοικίες, π.χ. συνταξιούχοι),

  • έχει καταστρέψει όλα τα ευαίσθητα, στο αλμυρό νερό, λουλούδια και καλλωπιστικά φυτά που υπάρχουν στους εκατοντάδες κήπους της περιοχής, γεγονός το οποίο, εκτός από την αισθητική υποβάθμιση, αποτελεί, εν τέλει, και σοβαρή οικονομική ζημία γιατί για τη δημιουργία των κήπων αυτών έχουν δαπανηθεί παρά τα πολλά χρήματα από τους ιδιοκτήτες τους, και

  • ίσως να δημιουργεί, άγνωστους προς στιγμήν (δηλαδή μη καταγεγραμμένους) αλλά σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια γενική υγεία του πληθυσμού που λούζεται καθημερινά με το νερό αυτό, π.χ. δερματολογικά προβλήματα που αναφύονται από την καθημερινή και χρόνια επαφή του δέρματος με το νερό αυτό, είτε απευθείας, είτε με τον «κομμένο» αφρό από το σαπούνι, είτε εάν κάποιος σκεφτεί ως λύση να χρησιμοποιεί πιο «δυνατά» σαπούνια και απορρυπαντικά που αφρίζουν και με θαλασσινό ή πολύ σκληρό νερό ή να χρησιμοποιεί ισχυρά χημικά προϊόντα αποσκλήρυνσης του νερού κλπ.

 

Β. Ανεπάρκεια στην κάλυψη της υψηλής ζήτησης νερού – κόστος νερού

Η περιοχή του Δήμου Ερμιονίδας

(1) είναι ιδιαίτερα άνυδρη γιατί

(α) έχει πολύ φτωχή βροχόπτωση τόσο το καλοκαίρι αλλά ακόμα και τους χειμερινούς μήνες,

(β) έχει παρατεταμένη ηλιοφάνεια, ήπιο κλίμα και υψηλές θερμοκρασίες,

(γ) δεν υπάρχουν στην περιοχή μεγάλοι ταμιευτήρες νερού, π.χ. ποτάμια, ή λίμνες,

(δ) ο υδροφόρος ορίζοντας είναι φτωχός, όπως αποδεικνύεται από τη σταδιακή αύξηση της αλατότητας σε πολλές γεωτρήσεις στην περιοχή μετά από μακροχρόνια άντληση, και

(ε) είναι πολύ κοντά στη θάλασσα (βρέχεται από τη θάλασσα από Ανατολικά, Δυτικά, Νότια και περίπου κατά τα 2/3, στις περιοχές Κοιλάδας και Ερμιόνης, από Βορρά),

(2) έχει μεγάλες ανάγκες σε νερό όλη τη διάρκεια του χρόνου γιατί

(α) καλύπτει πολύ μεγάλη έκταση, όσο ένα αρκετά μεγάλο νησί του Αιγαίου,

(β) ομοιάζει γεωμορφολογικά με νησί, σε ότι αφορά τη γεωγραφική απομόνωση και την άμεση γειτνίαση με τη θάλασσα, όπως σημειώθηκε στο (1ε)

(γ) έχει τέσσερα πολύ μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα (Κρανίδι, Ερμιόνη, Πόρτο-Χέλι και Κοιλάδα) με μόνιμους κατοίκους,

(δ) σε αντίθεση με τα άνυδρα νησιά του Αιγαίου (στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, κυρίως), έχει  πολλή πυκνή δόμηση και κατοίκιση, ιδιαίτερα καθ’ όλο το μήκος της ακτογραμμής της, και

(ε) λόγω της ήπιας μορφολογίας του εδάφους και των (α) και (γ), δημιουργεί εγγενώς μεγάλες ανάγκες για μεγάλες ποσότητες νερού τόσο για τις εξοχικές κατοικίες και τα ξενοδοχεία (κήποι, πισίνες) όσο και για την τοπική αγροτική παραγωγή, άρα, σε αντίθεση με τα νησιά του Αιγαίου, υπάρχει υψηλή και συνεχής, δηλαδή όλο το χρόνο, ζήτηση για νερό καλής ποιότητας σε μεγάλες ποσότητες.

Έτσι, τα προβλήματα που συνδέονται άμεσα με τις φτωχές δυνατότητες της περιοχής να παρέχει στους κατοίκους της περιοχής μεγάλες ποσότητες νερού ώστε να μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση είναι ότι, το νερό που παρέχεται από το δίκτυο ύδρευσης είναι περιορισμένο σε ποσότητα, και αυτό αποδεικνύεται από τη σημαντική αύξηση της τιμής του στην κλίμακα του τιμολογίου, ως ένδειξη της (ορθής) πολιτικής του Δήμου να αποτρέψει την υπερκατανάλωση και τη σπατάλη του νερού το οποίο δεν είναι εν αφθονία, σε σημείο που οι μεγάλες καταναλώσεις να τιμολογούνται με πάρα πολύ υψηλό κόστος σε σχέση με τις χαμηλές καταναλώσεις.

 

Από τα παραπάνω συνάγοντα τα ακόλουθα δύο συμπεράσματα:

(1) Το δίκτυο ύδρευσης του Δήμου Ερμιονίδας παρέχει κακής ποιότητας νερό στους κατοίκους σε πολύ περιορισμένες ποσότητες, λόγω ανεπάρκειας ταμιευτήρων με μεγάλα αποθέματα νερού καλής ποιότητας.

(2) Η περιοχή που υδροδοτείται (αλλά και που μπορεί να υδροδοτηθεί στο μέλλον) από το δίκτυο είναι μεγάλη γεωγραφικά και πληθυσμιακά και υπάρχει υψηλή και συνεχής, για όλο το χρόνο, ζήτηση για νερό καλής ποιότητας σε μεγάλες ποσότητες.

 

 

Γενική αποτίμηση της πολιτικής του νερού στην περιοχή

 

Το νερό, σε παγκόσμιο επίπεδο (ακόμα και του ΟΗΕ) αναγνωρίζεται ως αγαθό. Διαχρονικά, οι τοπικές Αρχές έχουν δείξει ότι είναι υπέρμαχοι της προσέγγισης αυτής, δηλαδή ότι το νερό είναι αγαθό, που σημαίνει ότι πρέπει

(α) να παρέχεται σε όλους (ή όσο το δυνατόν περισσότερους), και

(β) να ξοδεύεται με φειδώ και να μην σπαταλιέται.

Συγκεκριμένα, είναι γενικά προφανές ότι οι Αρχές της περιοχής διαχρονικά έχουν δείξει ότι ενδιαφέρονται για την υδροδότηση όλων των κατοίκων της περιοχής, μόνιμους κατοίκους και παραθεριστές. Έτσι, με σχετική ευκολία έχουν εγκρίνει και επεκτείνει το δίκτυο προς κάθε περιοχή της επικράτειας του Δήμου όπου μπορεί να φτάσει το νερό. Δηλαδή, διαχρονικά, δεν υπάρχει συστηματική άρνηση των Αρχών να επεκταθεί το δίκτυο υδροδότησης προς κάποια περιοχή με το σκεπτικό ότι η επέκταση θα επιφέρει ελάττωση του παρεχόμενου νερού και της ποιότητάς του στους μόνιμους κατοίκους. Αυτό δείχνει τη σαφή πολιτική βούληση των Αρχών, διαχρονικά, να παρέχει σε όλους τους δημότες και τους κατοίκους της περιοχής το αγαθό που λέγεται νερό. 

Όμως, από την παραπάνω αυτή πολιτική διαχείρισης του νερού, φαίνεται ότι απουσιάζει εντελώς ο  μακρόπνοος σχεδιασμός και η πρόβλεψη για την ποιότητα και την ποσότητα του παρεχόμενου νερού σε βάθος χρόνου. Σε όλους είναι γνωστό ότι, η περιοχή του Πορτοχελίου και της Κόστας είχαν ανέκαθεν γλυφό νερό με πολύ χαρακτηριστική γεύση. Επίσης, πάρα πολλοί θυμούνται γιορτές που είχαν διοργανωθεί στο κέντρο του Πορτοχελίου με σωλήνες να χύνουν άφθονο νερό στο δρόμο που ανακαλύφθηκε από γεωτρήσεις το οποίο θα ξεδιψούσε για πάντα, με καλής ποιότητας νερό, τους κατοίκους του Πορτοχελίου. Φτάσαμε στο 2013 για να αποδειχτεί ότι όχι μόνο ο πληθυσμός του Πορτοχελίου δεν ξεδίψασε με καλό νερό αλλά χάθηκε και αυτή η παλιά ποιότητα του ελαφρώς γλυφού νερού και το νερό τώρα πια έχει σαφή αλμυρή γεύση.

Τα λάθη στο σχεδιασμό ήταν τα εξής:

(1) Υπήρξε απολύτως λανθασμένη εκτίμηση για την ανάπτυξη της περιοχής. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 υπήρχε η (λανθασμένη) εκτίμηση ότι η περιοχή θα αναπτυχθεί με τον τουρισμό από το εξωτερικό μέσω των μεγάλων ξενοδοχείων (και έτσι σημαντική βαρύτητα δόθηκε στους βιολογικούς τους καθαρισμούς) που θα εξυπηρετείτο κυρίως από το αεροδρόμιο. Η πρακτική έδειξε ότι η ανάπτυξη της περιοχής βασίστηκε στην τεράστια οικιστική ανάπτυξη των Ελλήνων παραθεριστών κυρίως μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Επενδύθηκαν πάρα πολλά χρήματα (τα οποία καρπώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου η τοπική κοινωνία με την εύρεση εργασίας και την εν γένει βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης) στην πώληση των οικοπέδων, στην οικοδομή και στην παροχή υπηρεσιών. Δεκάδες νέα super-market, εμπορικά κέντρα και καταστήματα πάσης φύσεως, χώροι εστίασης και αναψυχής, φυτώρια, επιχειρήσεις οικοδομικών και διακοσμητικών υλικών, ακόμα και τεχνικά και δικηγορικά γραφεία άνοιξαν στην περιοχή. Χιλιάδες εργατοώρες διετέθησαν σε θέσεις εργασίας στην οικοδομή και στην συντήρηση και καθαρισμό των εκατοντάδων εξοχικών κατοικιών. Η ανάπτυξη της περιοχής ήταν πολύπλευρη και ενίσχυσε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής, και συνεπώς ήταν μία εξ ορισμού υγιής ανάπτυξη. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόταν εάν η περιοχή είχε αναπτυχθεί μονόπλευρα μέσω των μεγάλων ξενοδοχείων. Έτσι, και οι ανάγκες σε νερό, αφού δεν υπήρξε ποτέ καθόλου συστηματική πρόβλεψη για την τεράστια αυτή οικιστική ανάπτυξη της περιοχής, δεν είχαν εκτιμηθεί καθόλου. Όμως, οι ανάγκες αυτής της ανάπτυξης είναι που οδήγησαν στην κατάρρευση της πολιτικής ύδρευσης της περιοχής, υπό την έννοια ότι τελικά σήμερα παρέχεται νερό κακής ποιότητας και ότι δεν υπάρχει ορατή λύση ίασης του προβλήματος.

(2) Από όσο φαίνεται, δεν υπήρξε ποτέ ακριβής μελέτη του ισοζυγίου του νερού στην περιοχή. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα:

(α) Να καταγραφούν με ακρίβεια τα διαθέσιμα σε καλό νερό (αλλά και κάθε άλλης ποιότητας υπόγειου νερού στην περιοχή). Δηλαδή, να είναι σε γνώση των Αρχών (αλλά και των πολιτών) με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια πόσα κυβικά μέτρα νερού μπορεί να παράγει η περιοχή το χρόνο, και εάν υπάρχει διακύμανση μέσα στο έτος, κάθε μήνα του έτους κατά μέσο όρο ή/και ως συνάρτηση των βροχοπτώσεων (και ότι άλλης παραμέτρου, γεωλογικής ή μετεωρολογικής).

(β) Να καταγραφεί με ακρίβεια η ζήτηση για κάθε κατηγορία κατανάλωσης, δηλαδή πόσο νερό απαιτείται για την ατομική καθαριότητα μονίμων κατοίκων και παραθεριστών (η ημερήσια κατανάλωση νερού για την ατομική καθαριότητα είναι γνωστή από ήδη υπάρχουσες διεθνείς μελέτες και αυτό που απαιτείται είναι ο ακριβής αριθμός των ατόμων που εξυπηρετούνται), πόση για τους κήπους (και πόσο νερό καταναλώνεται ανά τετραγωνικό μέτρο κάθε κήπου), πόση για τις πισίνες, πόση για την αγροτική παραγωγή, αν υπάρχουν μεγάλοι καταναλωτές νερού (δηλαδή που καταναλώνουν υπερβολικές, για τον αριθμό των ατόμων που εξυπηρετούν, ποσότητες νερού), οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης νερού κάθε μήνα και η κατανομή της στις παραπάνω περιπτώσεις κατανάλωσης.

Τα παραπάνω καταγράφονται ως λάθη γιατί, εφόσον είναι οφθαλμοφανές ότι η περιοχή είναι άνυδρη, το νερό που παραδοσιακά έχει η περιοχή είναι ήδη γλυφό, παρατηρείς ότι λαμβάνει χώρα οικιστική έκρηξη και δεν γνωρίζεις πόσο νερό έχεις και πόσο νερό καταναλώνεις, είναι επόμενο ότι κάποια μέρα το καλό νερό θα εξαντληθεί και ο υδροφόρος ορίζοντας όλης της περιοχής θα κατακλυστεί, με τρόπο μη-αναστρέψιμο, από θαλασσινό νερό.

 

Από τα παραπάνω συνάγονται τα ακόλουθα δύο συμπεράσματα:

Οι Αρχές του τόπου

(1) ορθώς, διαχρονικά, αναγνωρίζουν, και το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία, με την έκφραση της βούλησής τους και τις ενέργειές τους, ότι το νερό είναι αγαθό που πρέπει να παρέχεται σε όλους, αλλά

(2) διαφεύγει από την οπτική τους (δηλαδή τις μελέτες τους, την πολιτική στους και τη στρατηγική διαχείρισης και πρόβλεψης) ότι το παρεχόμενο νερό πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας και να υπάρχει πρόβλεψη για την επάρκειά του. Και, φυσικά, νερό σε έλλειψη και κακής ποιότητας ουσιαστικά δεν είναι αγαθό.

 

 

Το Νερό είναι Αγαθό - Νερό σε Έλλειψη & Κακής Ποιότητας ΔΕΝ είναι Αγαθό

 

Το παραπάνω πρέπει να συνοψίζει την πρόταση μίας πολιτισμένης Ευρωπαϊκής κοινωνίας, όπως αυτής του Δήμου Ερμιονίδας, των Αρχών και των Πολιτών της, μόνιμων, εποχιακών, παραθεριστών και τουριστών, και ασφαλώς είναι ευθεία ερμηνεία και της νομικής υπόστασης του Δήμου, ως νομικό πρόσωπο κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, πολιτισμού και παιδείας.

Το γεγονός ότι η περιοχή είναι άνυδρη και έχει μικρά αποθέματα νερού ενώ η ζήτηση του νερού είναι πολύ μεγάλη, δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με συμβατικές μεθόδους, όπως είναι οι γεωτρήσεις ή η μεταφορά νερού με πλωτά μέσα από άλλες περιοχές. Σε ότι αφορά στο δεύτερο, τα κλασικά μικρά υδροφόρα πλοία που τροφοδοτούν την Ύδρα και τις Σπέτσες μάλλον δεν επαρκούν για να καλύψουν τις μεγάλες ανάγκες όλου του Δήμου Ερμιονίδας. Επίσης, υπάρχει άμεση εξάρτηση της τροφοδοσίας από το πλοίο (π.χ. σε περίπτωση βλάβης). Ένα επίσης σημαντικό ζήτημα είναι ότι, το καλοκαίρι η ζήτηση είναι πολύ μεγάλη, ενώ το χειμώνα το πλοίο δεν θα δουλεύει τόσο εντατικά. Οπότε, τίθεται το θέμα ότι και τέτοια πλοία (και οι σχετικές συμβάσεις τους) θα ναυλώνονται υπό το καθεστώς της εποχιακής κατανάλωσης.

Άλλες λύσεις είναι η μεταφορά νερού από άλλες περιοχές με δίκτυο σωληνώσεων, π.χ. τα «νερά του Ανάβαλου». Όμως, από την εμπειρία από παρόμοιες περιπτώσεις μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων νερού, όπως είναι η περίπτωση της εκτροπής του Αχελώου προς τη Θεσσαλία, μία τέτοια λύση ίσως κωλυσιεργήσει από προσφυγές (ένδικες ή μη) κατοίκων και αγροτών άλλων ενδιάμεσων περιοχών, ιδιαιτέρα από το γεγονός ότι η περιοχή του Δήμου Ερμιονίδας, τους καλοκαιρινούς μήνες, έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες νερού τις οποίες (ποσότητες) θα στερηθούν οι κάτοικοι και αγρότες του Αργολικού κάμπου και όλων των ενδιάμεσων περιοχών. Έτσι δεν είναι καθόλου διασφαλισμένο ότι η παροχή νερού από τον Ανάβαλο θα καλύψει όλες τις ανάγκες του Δήμου Ερμιονίδας. Και εάν δεν τις καλύψει, πώς θα καλυφθεί το έλλειμμα; Η ανάμιξη καλής ποιότητας νερού (από τα νερά του Ανάβαλου) και κακής (από τις γεωτρήσεις τις περιοχής) κατά την περίοδο της υψηλής ζήτησης, προφανώς δεν είναι η λύση. Η σύνδεση με το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ ίσως είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο και προοπτική και μάλλον πρέπει να τοποθετηθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου.

Συνεπώς, ίσως η λύση να βρίσκεται στην απόφαση του Δήμου να στρέψει και εστιάσει την προσοχή του στην αξιοποίηση νέων υπερσύγχρονων (αλλά δοκιμασμένων) τεχνολογιών. Πράγματι, σε περιοχές με τα χαρακτηριστικά όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, δηλαδή με μικρή διαθεσιμότητα νερού κακής ποιότητας και μεγάλη ζήτηση, το πρόβλημα έχει αντιμετωπιστεί με αξιοποίηση σύγχρονων τεχνικών λύσεων. Πρωτοπόροι στη χρήση τέτοιων τεχνολογιών είναι οι Αραβικές χώρες και οι ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, αρκετά νησιά του Αιγαίου έχουν ήδη εγκαταστήσει τέτοιες τεχνολογίες. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι τεχνολογίες αυτές εφαρμόζονται και στην Κύπρο. Συνεπώς, υπάρχει αρκετή γνώση, όχι μόνο επιστημονική αλλά και εμπειρία και τεχνογνωσία από τη χρήση των τεχνολογιών αφαλάτωσης σε μεγάλη και σε μικρή κλίμακα, τόσο διεθνώς όσο και στον Ελλαδικό χώρο. Η γνώση αυτή είναι διαθέσιμη και συνεπώς πρέπει να αξιοποιηθεί.

 

 

Αφαλάτωση

 

Αφαλάτωση (desalination) είναι μία φυσική ή/και χημική διεργασία που μπορεί να ελαττώσει τη συγκέντρωση των ιόντων και των αλάτων στο νερό. Με απλά λόγια, εάν, από ένα νερό που έχει αλμυρή γεύση (ή είναι γλυφό) απομακρυνθούν τα άλατα, τότε το νερό αυτό μπορεί να γίνει πόσιμο και εύγεστο. Το νερό, ασφαλώς, πάντα πρέπει να περιέχει ιχνοστοιχεία (δηλαδή, απαγορεύεται να πίνουμε αποσταγμένο ή απολύτως απιονισμένο νερό γιατί θα καταστραφεί το στομάχι). Όμως, αυτές οι ποσότητες των ιχνοστοιχείων πρέπει να είναι σε πολύ μικρά ποσοστά (όπως είναι αυτά που αναγράφονται στις ετικέτες των φιαλών του εμφιαλωμένου νερού). Για να μη γίνει (επιστημονική) σύγχυση, σημειώνεται ότι, εκτός από τα άλατα, το πόσιμο νερό πρέπει να μην περιέχει και οργανικά υλικά ή βιολογικά είδη και μικροοργανισμούς που μπορεί να προέρχονται από λιπάσματα ή από γειτνίαση του νερού με αποθέσεις ή μεταφορά αστικών ή βιομηχανικών λυμάτων, απορριμμάτων, βιομηχανίες τροφίμων, φάρμες κλπ. Για το λόγο αυτό, το πόσιμο νερό, στα υδραγωγεία, υπόκειται σε απλές αλλά σημαντικές χημικές διεργασίες, όπως είναι η χλωρίωση κλπ.

Η αφαλάτωση μπορεί να γίνει με πολλές τεχνικές. Η τεχνική της αφαλάτωσης που εφαρμόζεται στα Ελληνικά νησιά ονομάζεται αντίστροφη ώσμωση (reverse osmosis). Η τεχνική της αντίστροφης ώσμωσης ομοιάζει απολύτως με το φούσκωμα των όσπριων όταν τα αφήνουμε μία νύχτα στο νερό να φουσκώσουν, είναι δε αντίστροφη γιατί, αντί να αφήσουμε το όσπριο να φουσκώσει, εμείς ασκούμε εξωτερική πίεση για να ξεφουσκώσει ακόμα περισσότερο και να διώξει προς τα έξω κάθε μόριο νερού που έχει μέσα του (βλέπε Παράρτημα).

Αυτό σημαίνει ότι, η αφαλάτωση με τη μέθοδο της αντίστροφης ώσμωσης έχει τα ακόλουθα τεχνικά χαρακτηριστικά (βλέπε Παράρτημα):

(α) Χρειάζεται μία ημιπερατή μεμβράνη η οποία αφήνει να περνάνε δια μέσου της τα μόρια του νερού ενώ δεν αφήνει να περνάνε τα ιόντα και τα μόρια των αλάτων. Οι μεμβράνες αυτές είναι πατενταρισμένα προϊόντα διαφόρων εταιριών.

(β) Χρειάζεται μεγάλη ποσότητα ενέργειας (ηλεκτρικής ενέργειας) για την άσκηση της πίεσης και για να λειτουργήσει η αντίστροφη ώσμωση.

Συνεπώς, τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι τα ακόλουθα:

(1) Μπορεί να αφαλατώσει νερό κάθε ποιότητας, από υφάλμυρο έως θαλασσινό νερό.

(2) Μπορεί να εφαρμοστεί για παραγωγή μικρής έως πάρα πολύ μεγάλης (δηλαδή χωρίς ανώτατο όριο) ποσότητας νερού.

(3) Μπορεί να λειτουργεί ολόκληρο το χρόνο ανεξάρτητα από το εάν η ζήτηση είναι μεγάλη ή μικρή.

(4) Μπορεί να εξασφαλίσει αναλογικό κόστος νερού, δηλαδή να μην υπάρχει κλιμάκιο του τιμολογίου για χαμηλές και υψηλές καταναλώσεις. Μάλιστα, όταν η κατανάλωση είναι μεγάλη, το κόστος του παραγόμενου νερού συνεχώς ελαττώνεται. Συνεπώς, η μέθοδος ενθαρρύνει την υψηλή κατανάλωση.

(5) Η παροχή του νερού μπορεί να είναι το θαλασσινό νερό ή κακής ποιότητας νερά που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καμία άλλη χρήση, άρα η παροχή μπορεί να είναι ανεξάντλητη και μηδενικού κόστους. Έτσι, προστατεύεται ο υδροφόρος ορίζοντας του καλού νερού μίας άνυδρης και φτωχής σε ταμιευτήρες νερού περιοχή.

(6) Μπορεί να δώσει μόνιμες θέσεις εργασίας (εργάτες, φύλακες, τεχνικοί, επιστημονικό προσωπικό, οικονομική διαχείριση).

Όμως η μέθοδος έχει και τα ακόλουθα μειονεκτήματα:

(1) Έχει υψηλό κόστος λόγω των μεμβρανών. Το κόστος αυτό ελαττώνεται με αύξηση της κατανάλωσης νερού.

(2) Έχει υψηλό κόστος λόγω της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Για το λόγο αυτό, οι τεχνολογίες αφαλάτωσης συνήθως συνοδεύονται και από εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών στοιχείων ή αιολικά πάρκα. Το κόστος αυτό ελαττώνεται με αύξηση της κατανάλωσης του νερού.

(3) Πρέπει να διασφαλίζεται η συνεχής προμήθεια των μεμβρανών, ακόμα και εάν μία συγκεκριμένη εταιρία που τις παρέχει και τις κατασκευάζει κλείσει.

(4) Η απόρριψη των μεμβρανών δημιουργεί ένα επιπλέον περιβαλλοντικό απόβλητο που πρέπει να εναποτεθεί στις χωματερές. Δεν είναι γνωστό εάν μπορεί να γίνει ανακύκλωση ή αναγέννηση των μεμβρανών και το πόσο επιβαρύνει το ολικό κόστος λειτουργίας της τεχνικής.

(5) Η απόθεση της άλμης (δηλαδή του υπερυψηλής αλατότητας συμπυκνώματος του νερού μετά την αφαλάτωση), η οποία μπορεί ακόμα και να νεκρώσει τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής είτε στην ξηρά (μαζί με τον τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα με πάρα πολλά άλατα που θα αποπλύνονται από την επιφάνεια του εδάφους της χωματερής με τη βροχή), είτε στη θάλασσα.

 

Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:

  • Η μέθοδος της αντίστροφης ώσμωσης είναι μία τεχνική αφαλάτωσης που έχει αποδειχτεί ότι είναι συμβατή με τις ανάγκες και τις ιδιομορφίες των άνυδρων περιοχών της Ελλάδας.

  • Είναι μια τεχνική ακριβή, οικονομικά. Δηλαδή, σαφώς δεν συμφέρει να εφαρμοστεί σε περιοχές που έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν φυσικό νερό (υπόγειο, ή ποταμών και λιμνών) καλής ποιότητας και σε υψηλή επάρκεια. Όμως, το κόστος της ελαττώνεται σημαντικά εάν η κατανάλωση αυξάνεται.

Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν να προκρίνουν την τεχνική της Αντίστροφης Ώσμωσης για την περιοχή του Δήμου Ερμιονίδας.

 

 

Εφαρμογή μεθόδου αφαλάτωσης στο Δήμο Ερμιονίδας

 

Στη βιβλιογραφία υπάρχουν μελέτες που αναλύουν το κόστος της εγκατάστασης, το λειτουργικό κόστος και το κόστος του παρεχόμενου νερού ανάλογα με την κατανάλωση και τον τύπο του νερού που αφαλατώνεται (θαλασσινό ή υφάλμυρο από γεωτρήσεις). Επίσης, υπάρχουν και πολλά τεχνικής φύσης στοιχεία σχετικά με τον τρόπο της εγκατάστασης (π.χ. εάν η άντληση θα γίνεται από τη θάλασσα απευθείας, ή με γεώτρηση στην παραλία, εάν η εγκατάσταση θα είναι στην ξηρά ή πλωτή κλπ.).

Στην παρούσα φάση, με δεδομένο ότι αφενός δεν είναι γνωστό το ισοζύγιο του νερού (δηλαδή ο λόγος των αποθεμάτων προς τη ζήτηση του νερού και κυρίως υπό το φως της προοπτικής της περαιτέρω ανάπτυξης της περιοχής), αφετέρου υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που είναι απολύτως ασαφή τη στιγμή αυτή και που αφορούν στη συγκεκριμένη εγκατάσταση, δηλαδή πού μπορεί να τοποθετηθεί, πόση δυναμικότητα θα έχει, πώς θα συνδεθεί με το δίκτυο υδροδότησης, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι η τιμή του ρεύματος δεν είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια, η παρούσα πρόταση δεν μπορεί να προβεί σε αποτύπωση ούτε εκτιμήσεις του κόστους του νερού με την τεχνική της αντίστροφης ώσμωσης.

Από τα παραπάνω, όμως, φαίνεται ότι, η μέθοδος της αντίστροφης ώσμωσης μπορεί να αποτελέσει την οριστική λύση της υδροδότησης όλης της περιοχής με πόσιμο νερό εξαιρετικής και ελεγχόμενης ποιότητας όλο το χρόνο, και έτσι ο Δήμος Ερμιονίδας να σφραγίσει όλες τις παράνομες γεωτρήσεις και να αποδώσει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση των αγροτικών καλλιεργειών των αγροτών της περιοχής, ο οποίος (υδροφόρος ορίζοντας) θα σωθεί από την υπεράντληση και θα μπορέσει να εμπλουτιστεί με καλής ποιότητας νερό.

Η περιοχή έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες νερού και όπως δείχνουν όλες οι μελέτες, στην αντίστροφη ώσμωση, η μεγάλη κατανάλωση χαμηλώνει σημαντικά το κόστος του παρεχόμενου νερού. Έτσι, με δεδομένο και το γεγονός ότι υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο υδροδότησης σε όλη την περιοχή, φαίνεται ότι, η λύση πρέπει να δοθεί με εγκατάσταση μίας μονάδας αφαλάτωσης για όλη την περιοχή (και όχι δημιουργία πολλών διάσπαρτων μονάδων μικρής δυναμικότητας). Σε αυτό συντείνουν οι γνώμες όλων των ειδικών.

Σε σχέση με τη δημιουργία πολλών μονάδων, τα πλεονεκτήματα της εγκατάστασης μίας Μονάδας φαίνεται ότι είναι ότι η μία Μονάδα θα μπορεί

  • να αυξομειώνει την παροχή του νερού σε όλη την επικράτεια του Δήμου Ερμιονίδας ανάλογα με την ολική ζήτηση,

  • να μεγιστοποιεί ολόκληρο το χρόνο (δηλαδή και το χειμώνα) τη λειτουργία των μονάδων που θα είναι σε λειτουργία (ώστε να ελαχιστοποιεί το κόστος λειτουργίας),

  • να διαχειρίζεται σε ένα σημείο την ποιότητα του νερού (π.χ. στην περίπτωση που μπορεί να αναμιγνύεται και με υπόγειο ή άλλο φερτό νερό),

  • να διαχειρίζεται στον ίδιο χώρο τα απόβλητα της άλμης και των μεμβρανών,

  • να έχει όλο το προσωπικό συγκεντρωμένο στον ίδιο χώρο που θα μπορεί να επιβλέπει όλη την εγκατάσταση,

  • να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί περεταίρω ανάλογα με τη ζήτηση, η οποία, εάν το νερό γίνει καλό, μπορεί να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, και

  • να συνδεθεί με άλλες πηγές ενέργειας, όπως είναι φωτοβολταϊκά στοιχεία και αιολικά πάρκα.

Όλα τα παραπάνω είναι πρακτικά αδύνατον να επιτευχθούν εάν εγκατασταθούν πολλές μικρές μονάδες.

Συνεπώς, προτείνεται ο Δήμος Ερμιονίδας να ευαισθητοποιήσει όλους τους πολίτες της περιοχής, μόνιμους και παραθεριστές, στο παραπάνω γενικό σκεπτικό και να εντάξει στις μελλοντικές δράσεις του τη διερεύνηση της πιθανή εγκατάστασης μίας μονάδας αφαλάτωσης. Για να γίνει αυτό, πρέπει να γίνει μία ολοκληρωμένη μελέτη, τεχνική και οικονομική, που να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

(1) Ισοζύγιο νερού (διαθέσιμα νερά κάθε ποιότητας και διαθέσιμα στοιχεία κατανάλωσης) και εκτίμηση της εξέλιξής του στα επόμενα 10 και 20 χρόνια για την κάλυψη όλης της περιοχής. Να εκτιμηθεί για το ίδιο διάστημα το έλλειμμα σε νερό καλής ποιότητας κάθε μήνα του έτους και για κάθε είδος χρήσης.

(2) Να καταγραφεί η εμπειρία (με ακριβή στοιχεία οικονομικά και τεχνικά, καθώς και για τη διαχείριση των αποβλήτων) από την εφαρμογή της τεχνικής της αφαλάτωσης στα Ελληνικά Νησιά του Αιγαίου.

(3) Να καταγραφεί η εμπειρία (με ακριβή στοιχεία οικονομικά και τεχνικά) από την εφαρμογή της τεχνικής της αφαλάτωσης στην Κύπρο όπου οι εγκαταστάσεις είναι πολύ μεγάλης δυναμικότητας, λειτουργούν σε μεγάλη δυναμικότητα όλο το χρόνο και επίσης τα απόβλητα παράγονται σε πολύ μεγάλες ποσότητες.

(4) Να γίνει μελέτη αποτιμώντας τα (1), (2) και (3) και να διαπιστωθεί

(α) εάν είναι συμφέρον (από άποψη οικονομική αλλά και διαχείρισης των αποβλήτων της άλμης και των μεμβρανών) να αναπτυχθεί η τεχνολογία της αφαλάτωση στην περιοχή,

(β) πώς θα γίνει η ολική διαχείριση όλων των νερών της περιοχής (γεωτρήσεις, παράνομες και νόμιμες, φερτό νερό, αφαλάτωση) για κατοίκους, κήπους-πισίνες, και αγροτικές καλλιέργειες, και

(γ) πόσες μονάδες (δηλαδή μία κεντρική ή πολλές μικρές) είναι η πιο συμφέρουσα λύση.

Εάν προκριθεί ότι η αφαλάτωση είναι συμφέρουσα τεχνική για ολική ή μερική λύση του προβλήματος της υδροδότησης με καλό νερό της περιοχής, η μελέτη θα συνεχιστεί και συμπληρωθεί, υπό το πρίσμα των (1)-(4), με τα εξής στοιχεία:

(5) Να γίνει διερεύνηση της αγοράς (δηλαδή με συγκεκριμένες προτάσεις από εταιρίες)

(α) για το ολικό κόστος εγκατάστασης,

(β) για το κόστος και τη λειτουργία και άλλων απαραίτητων μονάδων, π.χ. χλωρίωσης,

(γ) για το κόστος λειτουργίας, δηλαδή κατανάλωση ρεύματος, κόστος μεμβρανών, έξοδα τακτικής συντήρησης, έξοδα και δυνατότητα επισκευών, εκπαίδευση προσωπικού, εγγυήσεις συσκευών και υλικών,

(δ) για την παροχή του νερού στη μονάδα (π.χ. από τη θάλασσα),

(ε) για τη σύνδεση με το δίκτυο υδροδότησης

(στ) για την απόρριψη αποβλήτων.

(6) Να καταγράψει ο Δήμος τις περιοχές που θα μπορεί να γίνει η εγκατάσταση της Μονάδας Αφαλάτωσης.

(7) Να γίνει ολοκληρωμένη περιβαλλοντική πρόβλεψη της διαχείρισης, από το Δήμο, των αποβλήτων

(α) της άλμης, και

(β) των μεμβρανών

(8) Να εξασφαλιστεί το προσωπικό και τα μέσα (αυτοκίνητα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, δίκτυα επικοινωνίας, κάμερες ασφαλείας κλπ.) για τη συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία της Μονάδας.

(9) Να μελετηθεί η δυνατότητα ανάπτυξης άλλων μορφών σύγχρονων τεχνολογιών, όπως

(α) φωτοβολταϊκά στοιχεία

(β) αιολικά πάρκα

(γ) τεχνολογίες τροφίμων σε εδάφη υψηλής αλατότητας.

Από την αναδίφηση της βιβλιογραφίας προέκυψε ότι, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το ΕΜΠ καθώς και πολλά Εργαστήρια στα Ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν αρκετή καταγεγραμμένη εμπειρία και διεξαχθείσα έρευνα στο θέμα της αφαλάτωσης και της βελτίωσης των υδάτων των περιοχών της Ελλάδας. Επίσης, το ΙΓΜΕ, το Γενικό Χημείο του Κράτους, η Ένωση Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ) και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος (ΤΕΕ) είναι φορείς που θα μπορούσαν να έχουν άμεση εμπλοκή με το θέμα, να καταθέσουν την εμπειρία τους, τις βάσεις δεδομένων τους και να δώσουν και το νομικό καθεστώς για όλα τα θέματα που εμπλέκονται με την υδροδότηση μίας περιοχής όσο και τις τεχνολογίες αφαλάτωσης και διαχείρισης των υδάτων μιας περιοχής. Έτσι, προτείνεται ο Δήμος Ερμιονίδας, εκτός από τη συνεργασία με Τεχνικά Γραφεία που μπορούν να εκπονήσουν την παραπάνω μελέτη, να ζητήσει και την επιστημονική βοήθεια των Ελληνικών Πανεπιστημίων για να εκτιμήσει την παραπάνω πρόταση, όπως κάνουν, για παράδειγμα όλοι οι φορείς σε χώρες όπως η Γερμανία κλπ., όπου για τη λύση των προβλημάτων τους εμπιστεύονται και απευθύνονται στα Πανεπιστήμιά τους. Ο Εξωραϊστικός-Οικιστικός Σύλλογος Παναγίτσας Βερβερόντα Κρανιδίου διαθέτει ανάμεσα στα μέλη του επιστημονικό δυναμικό που θα μπορούσε να συμβάλει σε μια τέτοια μελέτη. 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Αντίστροφη ώσμωση

 

Πληρώνουμε έναν υοειδή σωλήνα με νερό. Λόγω της αρχής των συγκοινωνούντων δοχείων, η στάθμη και στους δύο σωλήνες είναι στο ίδιο ύψος.

 

Τοποθετούμε στο μέσο μία ημιπερατή μεμβράνη η οποία αφήνει να διαπερνούν διαμέσου της τα μόρια του νερού ενώ δεν επιτρέπει να τη διαπεράσουν ιόντα. Δεν παρατηρείται καμία αλλαγή στη στάθμη του νερού στους δύο σωλήνες.

Προσθέτουμε αλάτι στον αριστερό σωλήνα και αφήνουμε να διαλυθεί. Παρατηρούμε ότι η στάθμη του νερού αυξάνεται στον αριστερό σωλήνα. Αυτό γίνεται λόγω της ωσμωτικής πίεσης [1, 2].

Εάν δεν θέλουμε να ανέβει η στάθμη στον αριστερό σωλήνα, πρέπει να ασκήσουμε πίεση (π.χ. με ένα έμβολο) στην επιφάνεια το αλατούχου διαλύματος στον αριστερό σωλήνα ίσης με την ωσμωτική πίεση.

Θεωρώντας ότι όταν το καθαρό νερό διαχωρίζεται με μία ημιπερατή μεμβράνη από ένα αλατούχο υδατικό διάλυμα θέλει αυθόρμητα να διαχυθεί διαμέσου της μεμβράνης προς το αλατούχο διάλυμα, η αντίστροφη ώσμωση είναι η άσκηση πίεσης στον αριστερό σωλήνα ώστε να εξαναγκάσει το νερό να προχωρήσει αντίθετα με τη φυσική, λόγω της ώσμωσης, φορά, δηλαδή από τον αριστερό προς το δεξιό σωλήνα [3].

Υποσημειώσεις:

 

1: Εξήγηση. Το σύστημα θέλει θερμοδυναμικά να αποκαταστήσει την ίδια αλατότητα (συγκέντρωση) στις δύο πλευρές της μεμβράνης. Όμως επειδή τα ιόντα του αλατιού (Na+ και Cl-) δεν μπορούν να διαπεράσουν τη μεμβράνη, τα ιόντα δεν μπορούν να διαχυθούν από τον αριστερό στο δεξί σωλήνα. Έτσι, μόρια νερού διαπερνούν τη μεμβράνη από το δεξί σωλήνα στον αριστερό ώστε να αραιωθεί όσο γίνεται πιο πολύ το διάλυμα του άλατος στον αριστερό σωλήνα. Η υδροστατική πίεση από τη διαφορά της στάθμης στους δύο σωλήνες είναι η ωσμωτική πίεση.

 

2: Εφαρμογές φαινόμενου ώσμωσης στην καθημερινότητα. Το ίδιο φαινόμενο συμβαίνει στα όσπρια που φουσκώνουν όταν τα αφήνουμε όλη τη νύχτα στο νερό (νερό περνάει τη μεμβράνη από έξω προς τα μέσα ώστε να αραιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη συγκέντρωση των ουσιών μέσα στο όσπριο).

Επίσης, εάν πίνουμε νερό αποσταγμένο, τότε, μέσα στο στομάχι μας, το αποσταγμένο νερό θα αρχίσει να εισέρχεται βίαια μέσα στα κύτταρα και θα τα φουσκώσει τόσο πολύ που όχι μόνο θα αραιώσει τις ουσίες μέσα στους άλλα μπορεί ακόμα και να τα σπάσει ή να διαρρήξει τις μεμβράνες μέσα στο στομάχι. Για το λόγο αυτό, το πόσιμο νερό πάντα πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα αλάτων. Τέτοιο «νερό» είναι  ο φυσιολογικός ορρός που τοποθετούν στους τραυματίες και στους ασθενείς ή τα γνωστά ισοτονικά ροφήματα που τα πίνουν οι αθλούμενοι. Τα ροφήματα αυτά έχουν την ίδια ωσμωτική πίεση με την ωσμωτική πίεση των βιολογικών διαλυμάτων του σώματος και του αίματος. Έτσι, όταν τα πίνουμε μετά από άθληση, ενώ το σώμα έχει χάσει πολύ νερό, δεν δημιουργείται στις μεμβράνες του στομάχου και των κυττάρων μεγάλη διαφορά αλατότητας στις δύο πλευρές της μεμβράνης.

 

3: Στην αφαλάτωση του θαλασσινού ή του υφάλμυρου νερού, ασκείται πίεση στο σωλήνα με το αλατούχο νερό, τα ιόντα δεν μπορούν να περάσουν την ημιπερατή μεμβράνη ενώ τη διαπερνούν μόνο τα μόρια του καθαρού νερού. Είναι προφανές ότι η πίεση είναι πιο μεγάλη στην περίπτωση του θαλασσινού νερού από ότι σε ένα νερό με πιο μικρή αλατότητα.

bottom of page